- φρινγκίλ(λ)α
- η, Νζωολ. βλ. φριγγίλ(λ)α.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρινγκιλ(λ)ίδες — οι, Ν ζωολ. βλ. φριγγιλ(λ)ίδες … Dictionary of Greek
φριγγίλ(λα) — και φρινγκίλ(λα), η, Ν ζωολ. γένος στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών τής οικογένειας φριγγιλίδες, που είναι κοινώς γνωστά ως σπίνοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. fringilla] … Dictionary of Greek
φριγγιλ(λ)ίδες — και φρινγκιλ(λ)ίδες, οι, Ν οικογένεια στρουθι όμορφων πτηνών στην οποία ανήκουν η καρδερίνα, ο φλώρος κ.ά. ωδικά πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. fringillidae] … Dictionary of Greek